βαλσαμέλαιον

βαλσαμέλαιον
βαλσαμέλαιον, το (AM) και βαλσαμόλαιον (Μ)
σίλφιο, φαρμακευτικό φυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαλσαμέλαιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OCULUS Solis — apud Avicennam l. 2. c. 81. Aegypti locus, in quo balsamum nascitur; quemque Dioscorides l. 1. c. 18. solum τινὰ αὐλῶνα, quandam convallem, nuncupat. Oppidum Solis vocatur Plinio l. 6. c. 29. Sed Fontem, non Oculum Solis, reddi debere, firmat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”